1. Η λογοτεχνία είναι, πρώτα πρώτα, χαρά. Σκληρή βέβαια και µελαγχολική η θέα της ανθρώπινης παράνοιας και
ζούγκλας, αυτήν ακριβώς την πραγµατικότητα η λογοτεχνία οφείλει πιστά να εικονίζει. Μέσα όµως από τη
σύγχυση και τα αντίµαχα ρεύµατα της ενδόµυχης ζωής και της κοινωνικής συνοίκησης, η λογοτεχνία τείνει
οπωσδήποτε στη χαρά, και έχει τη δύναµη να µπολιάζει τις καρδιές µε την αλλιώτικη τούτη χαρά. Και κάτι
ακόµη, πολύ σηµαντικό: χτίζει γέφυρα βαθύτερης επικοινωνίας µε τον άλλον, τον δέκτη. Ανοίγει µαζί του διά-
λογο.
Για να δουλέψει αποτελεσµατικά η λογοτεχνία οφείλουµε να µην ξεχνάµε ότι δεν είναι καθόλου µονόλογος,
χρειάζεται να δένει µε τον αναγνώστη. Χέρι συντροφικό είναι η λογοτεχνία που απλώνεται και δεν πρέπει να
µείνει µετέωρο, χωρίς ανταπόκριση. Ο µαγικός κόσµος της λογοτεχνίας, της τέχνης, αρχίζει πράγµατι να υπάρ-
χει από τη στιγµή που το ένα άλλο χέρι, το χέρι εκείνου που σε διάβασε, απλώνεται κι αυτό και πιάνει το δικό
σου χέρι, το σφίγγει αδελφικά. Μια φωνή µέσα στη νύχτα είναι η λογοτεχνία, µια κραυγή στο σκοτάδι, και δεν
έχει κανένα νόηµα, δεν ολοκληρώνεται, αν κινείται χωρίς απήχηση, αν δεν ακούσω ή έστω δεν µαντέψω τη
φωνή του άλλου, την κραυγή του άλλου που το δικό µου σήµα µπόρεσε και τον άγγιξε. Και µάλιστα στην επο-
χή µας, τώρα που ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών µας δεν ήταν τόσο κοντά η µία στην άλλη όσο είναι
σήµερα, κι όµως ποτέ άλλοτε οι καρδιές µας δεν ήταν τόσο µακριά η µία από την άλλη όσο είναι σήµερα.
(…)
Τραγικά παράλογος και παράλογα τραγικός ο κόσµος µας. Η λογοτεχνία τώρα τι νόηµα έχει εδώ; Έχει ευ-
θύνη για ό,τι συµβαίνει γύρω µας; Μπορεί να παίξει κάποιο θετικό ρόλο;
Στη λογοτεχνία έχουµε βέβαια να κάνουµε µε τα αιώνια, τα παντοτινά, ανθρώπινα, πολύ ανθρώπινα,
πράγµατα και συναισθήµατα: την αγάπη, τον έρωτα, τη φιλία, τις καθηµερινές χαρές, τον ίδιο πάντα προαιώνιο
θάνατο, αλλά την ίδια στιγµή, συγχρόνως, τη ζωή µας ολόκληρη τη διαπερνά το τραγικό ρίγος της Χιροσίµα
και των ζοφερών προοπτικών που απειλούν θανάσιµα τον κόσµο µας. Ακόµη και ο έρωτας σήµερα, η µεγάλη
αυτή χαρά, η καθαρή αυτή χαρά, φωτίζεται µε το αλλόκοτο, το εφιαλτικό ψυχρό φως της Χιροσίµα. […] Αλλά
δεν φτάνει να περιγράφει σωστά και τίµια ο συγγραφέας όσα απαράδεκτα βλέπει γύρω του. Δεν φτάνει µόνο να
διαµαρτύρεται, να καταδικάζει. Οφείλει ακόµη, µε τρόπους λογοτεχνικούς πάντα, να δίνει συγκεκριµένη ελ-
πίδα, µια κάποια διέξοδο.
Να µην περιµένουµε όµως θαύµατα από την επίδραση της λογοτεχνίας στη σκέψη και στην όλη πορεία των
άλλων. Και µάλιστα θαύµατα από τη µια στιγµή στην άλλη. Η δράση της λογοτεχνίας είναι βραδυφλεγής, δια-
ποτίζει σιγά σιγά τη συνείδησή µας, την καρδιά µας. Μας δηµιουργεί ανησυχίες γόνιµες, όχι απλώς
πνευµατικές µε τη στενή έννοια, αλλά ανησυχίες τέτοιες που απλώνονται σε όλο το φάσµα της ζωής, στο χώρο
τόσο του µέσα µας κόσµου όσο και του κόσµου που µας περιβάλλει. Έτσι, βλέπουµε µε άλλο µάτι ό,τι ώς τώ-
ρα το προσπερνούσαµε σαν να µη συµβαίνει τίποτα. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβουµε, ανάβει στην ψυχή
µας µια µικρή φωτιά διαµαρτυρίας, εξέγερσης για ό,τι προσβάλλει, υποβαθµίζει την ανθρώπινη περίπτωση. Η
φωτιά αυτή ολοένα δυναµώνει. Το καινούργιο που τώρα νιώθουµε ξυπνάει το αγωνιστικό στοιχείο.
Εµείς λοιπόν οι σηµερινοί που γράφουµε, ας δούµε αν αυτό το µικρό, το ελάχιστο που τολµήσαµε να
δώσουµε στους άλλους µπόρεσε να τους αγγίξει, να τους πλησιάσει κάπως, να τους ζεστάνει την καρδιά, να
τους συντροφέψει σε µια δύσκολη ώρα, να τους ψιθυρίσει µια κάποια απόκριση στα ερωτηµατικά που τους
βασανίζουν, να τους κάνει να ξεχωρίσουν στο βαθύ σκοτάδι µέσα ένα µικρό φως, µια χαραµάδα φως, να τους
σταµατήσει το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν αφεθούν να πέσουν στο κενό. Και το κενό δεν είναι µόνο η άβυσσος
που καραδοκεί κάτω από τα πόδια µας και µας µαγνητίζει όταν είµαστε σε ασυνεννοησία µε τον εαυτό µας ή
µε τους άλλους και τότε πηδάµε στην παγωµένη αγκαλιά της. Κενό είναι και η απάθεια για ό,τι φοβερό
συµβαίνει γύρω µας, η αδιαφορία για την τύχη των άλλων, που όµως είναι και δική µας τύχη ή µπορεί αύριο
κιόλας να είναι και δεν το σκεφτόµαστε, δυστυχώς ...
Ο συγγραφέας σήµερα έχει ιδιάζουσα ευθύνη, οι καιροί είναι κατεξοχήν κρίσιµοι. Να παραµερίσουµε πρέ-
πει τα προσωπικά µας προβλήµατα, τον εαυτούλη µας, να παλέψουµε πρέπει. Ας µην απελπιζόµαστε που η κα-
τάσταση δεν αλλάζει ως δια µαγείας. Ας σκεφτόµαστε πάντα τι λέει ο Τσέχοφ στις «Τρεις Αδελφές»: «Εγώ
νοµίζω πως όλα πάνω στη Γη πρόκειται ν' αλλάξουν σιγά σιγά, και µάλιστα άρχισαν κιόλας ν' αλλάζουν µπρος
στα µάτια µας. Σε διακόσια, τριακόσια χρόνια, µπορεί και σε χίλια χρόνια - ο χρόνος δεν έχει σηµασία, - µια
νέα, µια ευτυχισµένη ζωή θα προβάλει. Εµείς φυσικά δεν θα την προφτάσουµε αυτήν τη ζωή, όµως γι' αυτήν
ζούµε σήµερα, γι' αυτήν δουλεύουµε, ναι, ναι, γι' αυτήν υποφέρουµε - τη δηµιουργούµε!.. Και µονάχα σ' αυτό
βρίσκεται ο σκοπός της ύπαρξής µας και η ευτυχία µας ... Θα 'ρθει καιρός που θα φύγουµε κι εµείς για πάντα.
Και θα µας ξεχάσουν, θα ξεχάσουν το πρόσωπό µας, τη φωνή µας ...».
Έτσι ακριβώς νοµίζω πρέπει να νιώθει ο συγγραφέας της εποχής µας αλλά και κάθε εποχής. Όχι να φιλοδοξεί
να µείνει το έργο του, να µείνει η φωνή του στην αιωνιότητα - η µόνη βεβαιωµένη αιωνιότητα είναι η αιωνιότη-
τα αυτής εδώ της καθηµερινής ζωής. Αλλά να έχει τη φιλοδοξία, τώρα που εξακολουθεί να αναπνέει, να είναι µε
το έργο του και µε τις πράξεις του η φωνή εκείνων που «δεν έχουν φωνή», των αδικηµένων, των βασανισµένων,
των καταπιεσµένων. Και να φιλοδοξεί να έχει κάνει το χρέος του αντίκρυ στους άλλους, να έχει µιλήσει, να έχει
παλέψει για αγάπη, κατανόηση και αλληλεγγύη, να έχει κινηθεί µε τρυφερότητα πάντα για τον απλό άνθρωπο
αλλά αµείλικτος και απροσκύνητος για τις εξουσίες του κόσµου τούτου, να έχει προσπαθήσει να τιµήσει την
2. αποστολή του πριν προστεθεί στην τυχόν αυτοβιογραφία του, πλάι στη χρονολογία γέννησής του, η χρονολογία
εξόδου από το παιχνίδι.
(Διασκευασμένο απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Αντώνη Σαμαράκη, «1919 –», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1996, σσ.
128-132)
Θέματα:
Α. Να συντάξετε την περίληψη του κειμένου (120 λέξεις)
Β1. Να αναπτύξετε σε μία παράγραφο (100 λέξεων) το περιεχόμενο του παρακάτω αποσπάσματος: «…Για
να δουλέψει αποτελεσµατικά η λογοτεχνία οφείλουµε να µην ξεχνάµε ότι δεν είναι καθόλου
µονόλογος, χρειάζεται να δένει µε τον αναγνώστη».
Β2. α. Να γράψετε από έναν πλαγιότιτλο για τις παραγράφους 2 και 5.
β. Ποιο ρόλο επιτελεί η 3η
παράγραφος;
Β3. Στο κείμενο ο συγγραφέας εναλλάσσει το α’ ενικό πρόσωπο με το γ’ πρόσωπο. Ποια πρόθεσή του εξυπη-
ρετεί αυτή η εναλλαγή στην εκφορά του λόγου;
Β4. α. Να καταγράψετε δύο παραδείγματα εικονοπλαστικού λόγου και να εξηγήσετε τι πετυχαίνει ο συγγρα-
φέας με αυτή την επιλογή.
β. Να δώσετε έναν κυριολεκτικό και έναν μεταφορικό τίτλο στο κείμενο.
Γ. Έχετε τη δυνατότητα να στείλετε μία επιστολή σε έναν καταξιωμένο Έλληνα συγγραφέα, τα βιβλία του
οποίου σας γοητεύουν. Σ’ αυτήν την επιστολή καταθέστε τις απόψεις για τις προσδοκίες που έχουν οι
σημερινοί νέοι από τη λογοτεχνία και αναφερθείτε στην αποστολή που, κατά τη γνώμη σας, επιτελεί έ-
νας συγγραφέας στην εποχή μας.